- οκαρίνα
- Πνευστό λαϊκό μουσικό όργανο, που εφευρέθηκε γύρω στα 1867 από τον Ιταλό Ντονάτι ντι Μπούντριο. Αποτελείται από πηλό ή μέταλλο, η δε ωοειδής μορφή της θυμίζει λίγο την κατατομή κεφαλιού πτηνού. Έχει οκτώ τρύπες κατά μήκος δύο γραμμών, που αναλογούν στους φθόγγους της διατονικής κλίμακας. Στη βάση της έχει σωλήνα, από τον οποίο φυσά ο παίκτης.
Το πνευστό μουσικό όργανο οκαρίνα.
* * *ημουσ. φλάουτο σφαιροειδές, ωοειδές ή σε σχήμα πτηνού, που αποτελεί εξέλιξη παραδοσιακής ιταλικής πήλινης σφυρίχτρας τού 19ου αιώνα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. ocarina, υποκορ. τού oca «χήνα». Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στον Εμπορικό Οδηγό Ανατολής].
Dictionary of Greek. 2013.